ξάμωμα

ξάμωμα
το [ξαμώνω]
1. η απόπειρα κάποιου να χτυπήσει άλλον με το χέρι
2. ορμητική επίθεση εναντίον κάποιου
3. υπολογισμός κάποιας απόστασης με το μάτι, κατά προσέγγιση
4. τολμηρό επιχείρημα για μια ενέργεια
5. το να αποβλέπει κάποιος σε κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”